23. Κεντρικές Τράπεζες

Κεντρικές Τράπεζες
Κεντρικές Τράπεζες

Κεντρικές Τράπεζες δεν υπήρχαν πάντοτε.

Στις πρώιμες Oικονομίες, οι Kυβερνήσεις έκοβαν νομίσματα, λιώνοντας πολύτιμα μέταλλα και χαράζοντας επάνω τους τη σφραγίδα τους.

Ανεξάρτητα από την φερεγγυότητα της εκάστοτε Kυβέρνησης, η αξία του νομίσματος εξαρτιόταν από την αξία του πολύτιμου μετάλλου από το οποίο αυτό ήταν φτιαγμένο.

Κάθε νόμισμα, λοιπόν, είχε αξία ίση με το βάρος του αργύρου ή του χρυσού που το αποτελούσε, αφού πάντοτε ήταν δυνατό το λιώσιμο του νομίσματος και η ανάκτηση του βάρους του πολύτιμου μετάλλου.

Επομένως, η αξία και η οικονομική ισχύς μιας χώρας εξαρτιόταν, σε μεγάλο βαθμό, από τα αποθέματα χρυσού και αργύρου που διατηρούσε στο Εθνικό της Θησαυροφυλάκιο.

Στη συνέχεια, η δημιουργία χαρτονομίσματος κατά τη βιομηχανική επανάσταση, σήμαινε ότι αντί για χρυσό, τα μόνα αναγκαία μέσα για την παραγωγή περισσότερων τραπεζογραμματίων ήταν το χαρτί, το μελάνι και ένα τυπογραφικό πιεστήριο.

Λόγω όμως της επιφυλακτικότητας που δημιούργησε σε όλους το χάρτινο νόμισμα, συνοδεύτηκε από «υπόσχεση πληρωμής» επί τη εμφανίσει.

Παράλληλα, έχοντας επηρεαστεί από τη θεωρία του οικονομολόγου John Maynard Keynes (1883-1946), οι Kυβερνήσεις συνειδητοποίησαν, ότι η προσφορά χρήματος είχε αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, γεγονός που οδήγησε τα Κράτη να ιδρύσουν Kεντρικές Τράπεζες, προκειμένου να εδραιώσουν μια «νομισματική αρχή».

Αυτό σήμαινε, ότι αντί να δέχονται παθητικά τους παράγοντες που επηρέαζαν την προσφορά χρήματος, έπρεπε να προσπαθήσουν να επηρεάσουν ενεργά την ποσότητα του διαθέσιμου χρήματος, πράγμα που θα οδηγούσε στην δημιουργία πιστώσεων και θα επηρέαζε την οικονομική δραστηριότητα στο σύνολό της.

Στις μέρες μας, η σύγχρονη νομισματική πολιτική δεν βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στο χρυσό.

Ήδη, από το 1968, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, υπαναχώρησαν από την υπόσχεσή τους να πληρώνουν σε χρυσό, εξαιρώντας αυτόματα τη χώρα τους από τον λεγόμενο «κανόνα του χρυσού».

Έκτοτε, ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας κάθε χώρας περιορίστηκε στον έλεγχο της ποσότητας χρήματος και της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας της.

Η πρακτική αυτή, αποσκοπεί στη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης του νομίσματός της και της συγκριτικής του αξίας σε σχέση με τα νομίσματα των άλλων χωρών.

Όμως, οι γνώμες των οικονομολόγων διίστανται σχετικά με τους τύπους της προσφοράς χρήματος.

Η προσφορά χρήματος υπό τη «στενή» έννοια, όπως το Μ1, αντιστοιχεί στο κυκλοφορούν νόμισμα και το εύκολα προσβάσιμο χρήμα, που είναι κατατεθειμένο σε λογαριασμούς όψεως και λογαριασμούς καταθέσεων ταμιευτηρίου, ενώ η προσφορά χρήματος υπό την «ευρεία» έννοια, όπως τα Μ2 και Μ3, αφορά καταθέσεις προθεσμίας ή ακόμη και αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς.

Βέβαια, οι οικονομολόγοι, διαφωνούν μεταξύ τους για τα ειδικότερα θέματα που συνδέονται με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, όμως, ένα είναι αδιαμφισβήτητο:

Ότι σε έσχατες περιπτώσεις, η νομισματική πολιτική αποτελεί και την ισχυρή δύναμη.

Σε χώρες όπου τα εθνικά τυπογραφεία εργάζονται νυχθημερόν, τυπώνοντας χρήματα για την κάλυψη των δραστηριοτήτων της Κυβέρνησης, η προσφορά χρήματος αυξάνεται άμεσα και με γοργούς ρυθμούς, καθιστώντας γρήγορα το νόμισμα χωρίς αξία σε σχέση με τα αγαθά και τις υπηρεσίες που μπορούν να αγορασθούν με αυτό.

Τούτο έχει τελικά σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα, την εμφάνιση πολύ υψηλών επιπέδων πληθωρισμού και υπερπληθωρισμού.