A έως Δ

Α-Δ

ΑΓΟΡΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΟΣ
Συναλλαγή, όπου η πρόθεση του αγοραστή είναι να δημιουργήσει ή να αυξήσει τη θέση του σε μια δεδομένη σειρά δικαιωμάτων.

ΑΓΟΡΑ ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ
Μια συναλλαγή, όπου η πρόθεση του αγοραστή είναι να περιορίσει ή να εξαλείψει μια θέση σε μια μετοχή ή σε μια δεδομένη σειρά δικαιωμάτων.

ΑΓΟΡΑ ΤΑΥΡΟΥ
Μεταφορικός χαρακτηρισμός για μια αγορά που έχει συνεχή ανοδική τάση.

ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΑ
Μια προφορική (ή ηλεκτρονική) συναλλαγή, όπου ο ένας συναλλασσόμενος αγοράζει ένα χρεόγραφο από τον άλλο συναλλασσόμενο. Από τη στιγμή που ολοκληρώνεται μια αγοραπωλησία, θεωρείται οριστική. Ο διακανονισμός γίνεται 1- 3 ημέρες αργότερα.

ΑΚΑΛΥΠΤΗ ΘΕΣΗ
Η θέση ενός ατόμου που πουλάει μετοχές τις οποίες ακόμα δεν κατέχει. Πρέπει να δανειστεί τις μετοχές, πριν από την πώληση, για να κάνει μια σωστή παράδοση στον αγοραστή. Κάποια στιγμή, πρέπει να αγοράσει τις μετοχές για να κλείσει η συναλλαγή. Είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται, όταν ένας επενδυτής πιστεύει ότι η τιμή της μετοχής έχει καθοδική πορεία.

ΑΚΑΛΥΠΤΗ ΠΩΛΗΣΗ
Εάν ένας επενδυτής πιστεύει ότι η τιμή μιας μετοχής θα πέσει, ο επενδυτής μπορεί να δανειστεί τις μετοχές από ένα χρηματιστή και να τις πουλήσει. Κάποια στιγμή, πρέπει να ξαναγοράσει τις μετοχές στο χρηματιστήριο. Για παράδειγμα, δανείζεστε 1000 μετοχές της ΧΥΖ την 1η Ιουλίου και τις πουλάτε για $8 ανά μετοχή. Την 1η Αυγούστου, αγοράζετε 1000 μετοχές της ΧΥΖ για $7 ανά μετοχή. Έχετε κέρδος $1000 (μείον την προμήθεια και άλλα έξοδα).

ΑΚΑΛΥΠΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΓΟΡΑΣ
Μια θέση δικαιώματος αγοράς όπου ο εκδότης δεν κατέχει τα μερίδια της υποκείμενης μετοχής που αντιπροσωπεύονται από τα συμβόλαια δικαιώματος που έχει. Εμπεριέχει πολύ μεγαλύτερο ρίσκο για τον εκδότη από ό,τι ένα καλυμμένο δικαίωμα αγοράς, όπου ο εκδότης είναι κάτοχος της υποκείμενης μετοχής. Εάν ο αγοραστής ενός δικαιώματος αγοράς ασκήσει το δικαίωμά του, ο εκδότης θα αναγκαστεί να αγοράσει τη μετοχή στο χρηματιστήριο.

ΑΚΑΛΥΠΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΩΛΗΣΗΣ
Μια θέση δικαιώματος πώλησης, όπου ο εκδότης δεν έχει την υποκείμενη μετοχή ή δεν έχει καταθέσει, σε ένα λογαριασμό, ποσό μετρητών ή ισοδύναμων μετρητών ίσο με την αξία άσκησης του δικαιώματος πώλησης. Ο εκδότης έχει δεσμευτεί να αγοράσει τη μετοχή σε μια συγκεκριμένη τιμή εάν ο αγοραστής του δικαιώματος αποφασίσει να το ασκήσει. Λόγω της φύσης των ακάλυπτων δικαιωμάτων, ο κίνδυνος για τον εκδότη είναι απεριόριστος.

ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ (at-the-money)
Ένα δικαίωμα είναι ακριβώς στα χρήματά του, εάν η τιμή άσκησης του δικαιώματος είναι ίση με την τρέχουσα τιμή του υποκείμενου χρεογράφου. Για παράδειγμα, εάν η τιμή διαπραγμάτευσης της μετοχής xyz είναι 54, τότε το δικαίωμα της xyz προς 54 είναι ακριβώς στα χρήματά του.

ΑΛΦΑ
Ένα μέτρο του κινδύνου επιλογής (γνωστού και ως υπολειμματικού κινδύνου) ενός αμοιβαίου κεφαλαίου σε σχέση με την αγορά. Ένα θετικό άλφα είναι η πρόσθετη ανταμοιβή που αποδίδεται στον επενδυτή επειδή ανέλαβε κάποιο ρίσκο, αντί να αποδεχθεί την απόδοση της αγοράς. Για παράδειγμα, ένα άλφα ίσο με 0.4 σημαίνει ότι η απόδοση του αμοιβαίου υπερέχει της εκτιμούμενης απόδοσης με βάση την αγορά κατά 0.4%. ?0.6 σημαίνει ότι η μηνιαία απόδοση ενός αμοιβαίου ήταν 0.6% μικρότερη από την προβλεπόμενη με βάση μόνο τη μεταβολή στην αγορά.

ΑΛΦΑ: ΕΞΙΣΩΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Το άλφα ενός αμοιβαίου κεφαλαίου υπολογίζεται ως εξής:
[ (άθροισμα των y) ? ((b) (άθροισμα των x)) ] / n

όπου: n = πλήθος παρατηρήσεων (36 μήνες)
b = βήτα του κεφαλαίου
x = ρυθμός απόδοσης για το S&P 500
y = ρυθμός απόδοσης για το κεφάλαιο

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗΣ (ADRs)
Πιστοποιητικά που εκδίδονται από μια τράπεζα των Η.Π.Α., η οποία εκπροσωπεί ξένες μετοχές που κατέχει η τράπεζα, συνήθως από ένα παράρτημα ή ανταποκρίτρια τράπεζα στη χώρα έκδοσης. Ένα ADR μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα τμήμα μιας ξένης μετοχής, μια μετοχή ή μια δέσμη μετοχών μιας ξένης επιχείρησης. Εάν τα ADRs είναι ?επιχορηγούμενα?, η επιχείρηση παρέχει οικονομικές πληροφορίες και άλλου είδους βοήθεια στην τράπεζα και μπορεί να επιδοτεί τη διαχείριση των ADRs. Τα ?μη επιχορηγούμενα? ADRʼs δε λαμβάνουν τέτοια βοήθεια. Τα ADRs φέρουν το ίδιο νόμισμα, τους ίδιους πολιτικούς και οικονομικούς κινδύνους με την υποκείμενη ξένη μετοχή. Οι τιμές των δύο, κατάλληλα προσαρμοσμένες για την αναλογία ΕΤΔ/κανονική, διατηρούνται απαραιτήτως οι ίδιες μέσω αρμπιτράζ. Οι ADS (American Depositary Shares) είναι μια παρόμοια μορφή πιστοποίησης.

ΑΜΟΙΒΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μια επενδυτική εταιρία ανοικτού τύπου που συγκεντρώνει τα χρήματα επενδυτών για να επενδύσει σε μια ποικιλία μετοχών, ομολόγων ή άλλων χρεογράφων. Ένα αμοιβαίο κεφάλαιο εκδίδει και εξαργυρώνει μετοχές, για να ικανοποιήσει τη ζήτηση και η τιμή εξαργύρωσης ανά μετοχή είναι η καθαρή αξία των στοιχείων του ενεργητικού ανά μετοχή, μείον σε ορισμένες περιπτώσεις ένα ποσό.

ΑΝΑΒΛΗΘΕΝΤΕΣ ΦΟΡΟΙ
Μια δαπάνη, όχι πραγματικά χρηματική, που παρέχει μια πηγή χρηματική ροής. Είναι το ποσό που επιμερίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου για την κάλυψη φορολογικών υποχρεώσεων που δεν έχουν ακόμα πληρωθεί.

ΑΝΑΘΕΣΗ
Η παραλαβή μιας ειδοποίησης άσκησης από τον εκδότη ενός δικαιώματος, η οποία τον καλεί να πουλήσει (στην περίπτωση ενός δικαιώματος αγοράς) ή να αγοράσει (σε περίπτωση ενός δικαιώματος πώλησης) το υποκείμενο χρεόγραφο στην προκαθορισμένη τιμή άσκησης.

ΑΝΑΛΥΤΗΣ
Υπάλληλος μιας χρηματιστηριακής εταιρείας ή εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων που μελετά εταιρείες και παρέχει συμβουλές αγοραπωλησίας για τις μετοχές τους. Οι περισσότεροι αναλυτές εξειδικεύονται σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία.

ΑΝΑΛΩΣΙΜΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
Στοιχείο του ενεργητικού που έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής και συνεπώς η αξία του φθίνει με το πέρασμα του χρόνου. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και για αναλωθέντα στοιχεία, όπως τα καύσιμα.

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΝΤΟΛΗ
Μια εντολή για την αγορά ή πώληση μετοχών που ισχύει μέχρι να ανακληθεί. Οι χρηματιστηριακές εταιρίες θέτουν συνήθως ένα όριο 30-60 ημερών, οπότε η ανοικτή εντολή λήγει εκτός, εάν διατυπωθεί εκ νέου.

ΑΝΟΙΚΤΗ ΘΕΣΗ
Ο αριθμός των συμβολαίων δικαιώματος που εκκρεμούν στην κεφαλαιαγορά ή σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ή σειρά.

ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗ
Μια στρατηγική σχεδιασμένη να περιορίζει τον επενδυτικό κίνδυνο χρησιμοποιώντας δικαιώματα αγοράς, δικαιώματα πώλησης ή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης. Μια αντιστάθμιση μπορεί να βοηθήσει στη δέσμευση των κερδών που ήδη υπάρχουν. Ο σκοπός της είναι να περιορίσει την ενδεχόμενη μεταβλητότητα ενός χαρτοφυλακίου, περιορίζοντας τον κίνδυνο για ζημίες.

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ (reverse split)
Μια ποσοστιαία μείωση στον αριθμό των μετοχών, αλλά όχι και στην αξία των μεριδίων που διατηρούν οι μέτοχοι. Οι μέτοχοι διατηρούν το ίδιο ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου όπως και πριν από τη διάσπαση. Για παράδειγμα, ένα σπάσιμο μετοχής 1-3 θα είχε ως αποτέλεσμα οι μέτοχοι να έχουν τώρα 1 μετοχή για κάθε 3 που είχαν, πριν από το σπάσιμο της μετοχής. Γενικά, μια εταιρεία προβαίνει σε αντίστροφη διάσπαση μετοχής, για να ανεβάσει την τιμή της μετοχής της και να προσελκύσει επενδυτές.

ΑΠΟΔΟΣΗ
Το επί τοις εκατό κέρδος ή ζημία για ένα αμοιβαίο κεφάλαιο σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ο αριθμός αυτός θεωρεί ότι όλα τα μερίσματα επανεπενδύονται.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ
Η επί τοις εκατό απόδοση μιας μετοχής που αποδίδεται υπό τη μορφή μερισμάτων, ή το επιτόκιο ενός ομολόγου.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΕΠΙ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩΣ
Η ποσοστιαία απόδοση μιας ομολογίας, εάν αγοράζατε και κρατούσατε την ομολογία μέχρι την ημερομηνία ανάκλησης. Η απόδοση αυτή έχει ισχύ, μόνο εάν η ομολογία ανακληθεί πριν από τη λήξη της. Γενικά, τα ομόλογα είναι ανακλητέα για αρκετά χρόνια και φυσιολογικά ανακαλούνται με ένα μικρό επιμίσθιο. Ο υπολογισμός αυτής της απόδοσης βασίζεται στο επιτόκιο αποκόμματος, το χρονικό διάστημα μέχρι την ανάκληση και την τρέχουσα τιμή στην αγορά.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ (ROA)
Δείκτης κερδοφορίας. Προσδιορίζεται διαιρώντας τα καθαρά κέρδη για τους τελευταίους 12 μήνες με το συνολικό ενεργητικό. Το αποτέλεσμα εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΚΕΡΔΗ
Ο λόγος των κερδών ανά μετοχή μετά την αφαίρεση των πληρωμών για φόρους και τόκους προς την τρέχουσα τιμή μετοχής. Το αντίστροφο του λόγου τιμή/κέρδη. Είναι τα συνολικά κέρδη δώδεκα μηνών, διαιρούμενα με τον αριθμό των κοινών μετοχών, διαιρούμενα με την τρέχουσα τιμή και πολλαπλασιαζόμενα με 100. Το τελικό αποτέλεσμα εκφράζεται ως ποσοστό.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (ROE)
Δείκτης κερδοφορίας. Προσδιορίζεται διαιρώντας τα καθαρά κέρδη για τους τελευταίους 12 μήνες με τον αριθμό των κοινών μετοχών. Το αποτέλεσμα εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ (ΜΕΤΟΧΕΣ)
Η απόδοση εκφράζει τα ετήσια μερίσματα προς την τρέχουσα τιμή μετοχής.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ (ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ)
Η απόδοση εκφράζει την απόδοση μιας μετοχής ενός αμοιβαίου κεφαλαίου που έχει κρατηθεί για τους προηγούμενους 12 μήνες. Θεωρεί ότι το αμοιβαίο αγοράστηκε πριν από 1 χρόνο. Αντανακλά την επίδραση των εξόδων διάθεσης (σε τρέχουσες τιμές), αλλά όχι την επίδραση των εξόδων εξόφλησης.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΛΗΞΗ
Η ποσοστιαία απόδοση μιας ομολογίας ή άλλου χρεογράφου σταθερού εισοδήματος, εάν το αγοράσετε και το κρατήσετε μέχρι την ημερομηνία λήξης. Ο υπολογισμός αυτής της απόδοσης βασίζεται στο επιτόκιο αποκόμματος, το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη και την τρέχουσα τιμή στην αγορά. Θεωρεί ότι το επιτόκιο αποκόμματος για όλη τη διάρκεια ζωής της ομολογίας θα επανεπενδυθεί με την ίδια απόδοση.

ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ
Για εταιρείες: Πρώτες ύλες, αντικείμενα έτοιμα προς πώληση ή αντικείμενα στη διαδικασία προετοιμασίας για πώληση. Μπορούν να εκτιμηθούν μεμονωμένα με διάφορους τρόπους, όπως το κόστος ή η τρέχουσα αγοραστική αξία, ή συνολικά με τεχνικές όπως η FIFO (First-In First Out) και η LIFO (Last-In First-Out). Συνήθως χρησιμοποιείται η εναλλακτική που δίνει την μικρότερη αξία για να αποφευχθεί η υπερτίμηση κερδών και περιουσιακών στοιχείων. Για εταιρείες χρεογράφων: χρεόγραφα που αγόρασε ένας χρηματιστής και τα κρατάει, για να τα πουλήσει εκ νέου.

ΑΠΟΚΛΙΣΗ
Απόκλιση υπάρχει όταν δύο ή περισσότεροι μέσοι όροι ή δείκτες αποτυγχάνουν να δείξουν κοινές τάσεις.

ΑΠΟΣΒΕΣΗ
Μια δαπάνη, όχι πραγματικά χρηματική, που παρέχει μια πηγή χρηματικής ροής. Είναι το ποσό που επιμερίζεται κατά την περίοδο για την απόσβεση του κόστους αγοράς μακροπρόθεσμων στοιχείων του ενεργητικού στη διάρκεια της χρήσιμης ζωής των στοιχείων.

ΑΡΚΟΥΔΑ
Μεταφορικός χαρακτηρισμός ενός επενδυτή που πιστεύει ότι μια μετοχή ή η αγορά συνολικά θα έχει πτωτική πορεία. Μια αγορά αρκούδας είναι μια παρατεταμένη περίοδος πτώσης των τιμών των μετοχών, συνήθως κατά 20% ή περισσότερο.

ΑΡΜΠΙΤΡΑΖ
Η αποκόμιση κέρδους από τις διαφορές στην τιμή ενός χρεογράφου το οποίο διαπραγματεύεται σε περισσότερες από μια αγορές.

ΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ
Η πρώτη πώληση μετοχών μιας εταιρίας στο κοινό. Τα χρεόγραφα που προσφέρονται για δημόσια εγγραφή είναι συχνά, αλλά όχι πάντα, εκείνα νέων, μικρών εταιρειών που αναζητούν εξωτερικά κεφάλαια και μια δημόσια αγορά για τις μετοχές τους. Οι επενδυτές που αγοράζουν μετοχές σε προσφορές για δημόσια εγγραφή πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να αποδεχθούν την ανάληψη πολύ μεγάλου ρίσκου για την πιθανότητα μεγάλων κερδών. Οι προσφορές χρεογράφων για δημόσια εγγραφή από επενδυτικές εταιρείες συνήθως περιλαμβάνουν προμήθεια που επιβαρύνει τους αγοραστές.

ΑΣΚΗΣΗ
Η εφαρμογή του δικαιώματος που έχει ο κάτοχος ενός συμβολαίου δικαιώματος να αγοράσει (στην περίπτωση ενός δικαιώματος αγοράς) ή να πουλήσει ( στην περίπτωση ενός δικαιώματος πώλησης) το υποκείμενο χρεόγραφο.

ΑΥΤΟΠΑΛΙΝΔΡΟΜΙΚΟΣ
Αυτός που χρησιμοποιεί προηγούμενα δεδομένα, για να προβλέψει μελλοντικά στοιχεία.

ΒΑΣΗ
Η τιμή που πληρώνει ένας επενδυτής για ένα χρεόγραφο αλλά και όλες οι υπόλοιπες αναγκαίες δαπάνες. Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των κερδών ή ζημιών κεφαλαίου για φορολογικούς λόγους όταν πωλείται η μετοχή.

ΒΗΤΑ (ΜΕΤΟΧΩΝ)
Μέτρο του κινδύνου μιας μετοχής σε σχέση με την αγορά. 0.7 σημαίνει ότι η τιμή μιας μετοχής είναι πιθανό να κινηθεί ανοδικά ή πτωτικά κατά 70% της μεταβολής της αγοράς. 1.3 σημαίνει ότι η τιμή μιας μετοχής είναι πιθανό να κινηθεί ανοδικά ή πτωτικά κατά 30% πάνω από την αγορά.

ΒΗΤΑ (ΜΕΤΟΧΩΝ): ΕΞΙΣΩΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Το βήτα μιας μετοχής υπολογίζεται ως εξής:
[(n) (άθροισμα των (xy))]-[(άθροισμα των x)(άθροισμα των y)]
[(n) (άθροισμα των (xx))]-[(άθροισμα των x)(άθροισμα των x)]

όπου: n = # παρατηρήσεων (24-60 μήνες)
x = ρυθμός απόδοσης για το δείκτη S&P 500
y = ρυθμός απόδοσης για τη μετοχή

ΒΗΤΑ (ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ)
Μέτρο του κινδύνου ενός αμοιβαίου κεφαλαίου σε σχέση με την αγορά. 0.7 σημαίνει ότι η συνολική απόδοση του κεφαλαίου είναι πιθανό να κινηθεί ανοδικά ή πτωτικά κατά 70% της μεταβολής της αγοράς. 1.3 σημαίνει ότι η συνολική απόδοση του κεφαλαίου είναι πιθανό να κινηθεί ανοδικά ή πτωτικά κατά 30% πάνω από την αγορά.

ΒΗΤΑ (ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ): ΕΞΙΣΩΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Το βήτα ενός αμοιβαίου κεφαλαίου υπολογίζεται ως εξής:
[(n) (άθροισμα των (xy))]-[(άθροισμα των x)(άθροισμα των y)]
[(n) (άθροισμα των (xx))]-[(άθροισμα των x)(άθροισμα των x)]

όπου: n = # παρατηρήσεων (36 μήνες)
x = ρυθμός απόδοσης για το δείκτη S&P 500
y = ρυθμός απόδοσης για το αμοιβαίο κεφάλαιο

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ
Η κατηγορία που περιγράφει την κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα μιας εταιρείας. Αυτή συνήθως προσδιορίζεται από το μεγαλύτερο τμήμα των εσόδων.

ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΥΞΟΜΕΙΩΣΕΩΝ
Ένας δείκτης της αγοράς που βασίζεται στον αριθμό των μετοχών για τις οποίες η τελευταία διαπραγμάτευση ήταν υψηλότερη ή χαμηλότερη από την προηγούμενη. Χρησιμοποιείται ως δείκτης της ψυχολογίας της αγοράς, για να προβλεφθεί η τάση της αγοράς.

ΔΕΙΚΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Μέτρο της πίστης του επενδυτή στην οικονομία και την αγορά χρεογράφων. Ένα χαμηλό ή φθίνον επίπεδο εμπιστοσύνης θεωρείται από πολλούς αναλυτές ως ένδειξη πτωτικής πορείας.

ΔΕΙΚΤΗΣ ΕΞΟΔΩΝ
Το ποσοστό του ενεργητικού που δαπανήθηκε για τη διαχείριση ενός αμοιβαίου κεφαλαίου (σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση). Αυτό περιλαμβάνει δαπάνες, όπως έξοδα διαχείρισης και συμβουλευτικών παροχών, γενικά κόστη και έξοδα διάθεσης και διαφήμισης. Ο δείκτης εξόδων δεν περιλαμβάνει τις αμοιβές των πρακτόρων για τη διαπραγμάτευση του χαρτοφυλακίου, αν και αυτές αναφέρονται ως ποσοστό του ενεργητικού στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε μια Έκθεση Πρόσθετων Πληροφοριών. Η Έκθεση Πρόσθετων Πληροφοριών είναι διαθέσιμη στους μετόχους εφόσον τη ζητήσουν. Ούτε ο δείκτης εξόδων ούτε η Έκθεση Πρόσθετων Πληροφοριών περιλαμβάνουν το κόστος συναλλαγής των διαφορών, που φυσιολογικά επιβαρύνουν μη εισηγμένα χρεόγραφα και ξένες μετοχές. Αυτές οι δύο δαπάνες μπορεί να αυξήσουν σημαντικά τις αναφερόμενες δαπάνες ενός αμοιβαίου.

ΔΕΙΚΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ (QUICK RATIO)
Δείκτης της χρηματοοικονομικής ευρωστίας (ή αδυναμίας) μιας εταιρείας. Υπολογίζεται διαιρώντας τα άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία με τις τρέχουσες υποχρεώσεις.

ΔΕΙΚΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
#μετοχών που σημείωσαν άνοδο/# μετοχών που σημείωσαν πτώση
Ένας δείκτης αύξησης/μείωσης της αγοράς. Εάν είναι μικρότερος του 1.0 δείχνει άνοδο, ενώ εάν είναι μεγαλύτερος του 1.0 δείχνει πτώση. Ο δείκτης συχνά εξομαλύνεται με έναν απλό κινητό μέσο όρο.

ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΠΡΟΣ ΚΕΡΔΗ
Δείχνει το ?πολλαπλάσιο? των κερδών στο οποίο πωλείται μια μετοχή. Υπολογίζεται διαιρώντας την τρέχουσα τιμή προς τα τρέχοντα κέρδη ανά μετοχή (κατάλληλα προσαρμοσμένα για τα σπασίματα της μετοχής). Τα κέρδη ανά μετοχή για το δείκτη P/E προσδιορίζονται από τη διαίρεση των κερδών των τελευταίων 12 μηνών με τον αριθμό των κοινών μετοχών. Υψηλότερο ?πολλαπλάσιο? σημαίνει ότι οι επενδυτές έχουν υψηλότερες προσδοκίες για μελλοντική ανάπτυξη και έχουν ανεβάσει την τιμή προσφοράς της μετοχής.

ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΠΡΟΣ ΚΕΡΔΗ: ΕΞΙΣΩΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Ας υποθέσουμε ότι η εταιρεία XYZ πουλάει κάθε μετοχή της προς $25.50 και έχει φέτος κέρδη $2.55 ανά μετοχή.
$25.50 = 10 επί $2.55
Η μετοχή ΧΥΖ πωλείται στο δεκαπλάσιο των κερδών που αποφέρει.

ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΠΡΟΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ
Προσδιορίζεται από τη διαίρεση της τρέχουσας τιμής της μετοχής με τα έσοδα ανά μετοχή. Τα έσοδα ανά μετοχή για το δείκτη P/S προσδιορίζονται από τη διαίρεση των εσόδων για τους τελευταίους 12 μήνες με τον αριθμό των μετοχών.

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΑΓΟΡΑ
Μια αγορά που εξυπηρετεί την αγορά ή πώληση ήδη εισηγμένων χρεογράφων. Οι περισσότερες διαπραγματεύσεις γίνονται στη δευτερογενή αγορά. Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καθώς και άλλα χρηματιστήρια, αγορές ομολόγων, κλπ, είναι δευτερογενείς αγορές.

ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
Η αξία των μετρητών, εισπρακτέων λογαριασμών, αποθεμάτων, εμπορεύσιμων χρεογράφων και άλλων στοιχείων ενεργητικού που θα μπορούσαν να ρευστοποιηθούν σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΠΟ S&P
Η απόδοση ενός αμοιβαίου κεφαλαίου μείον τη μεταβολή του δείκτη Standard & Poors 500 για την ίδια χρονική περίοδο. Μια ένδειξη ?5.00 σημαίνει ότι η απόδοση του κεφαλαίου ήταν 5 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερη από την απόδοση του S&P, ενώ 0.00 σημαίνει ότι το κεφάλαιο και ο S&P είχαν την ίδια απόδοση.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ
Παρέχει στον αγοραστή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αγοράσει ή να πουλήσει μετοχές σε μια καθορισμένη τιμή, πριν από (ή ακριβώς σε) μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Δικαιώματα εκδίδουν επενδυτές, και όχι εταιρείες. Οι επενδυτές που αγοράζουν δικαιώματα αγοράς πιστεύουν ότι η μετοχή θα αξίζει περισσότερο από το άθροισμα της τιμής που καθορίζεται από το δικαίωμα (τιμή άσκησης) και της τιμής που πλήρωσαν για το ίδιο το δικαίωμα. Οι αγοραστές δικαιωμάτων πώλησης πιστεύουν ότι η τιμή της μετοχής θα πέσει κάτω από την τιμή που καθορίζεται από το δικαίωμα.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΓΟΡΑΣ
Ένα συμβόλαιο δικαιώματος που παρέχει στον κάτοχο του δικαιώματος το δικαίωμα (αλλά όχι την υποχρέωση) να αγοράσει, και υποχρεώνει τον εκδότη να πουλήσει, έναν καθορισμένο αριθμό τεμαχίων της υποκείμενης μετοχής στη δεδομένη τιμή εξάσκησης, πριν, ή ακριβώς στην ημερομηνία λήξης του συμβολαίου.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΜΕΤΟΧΗΣ
Χρεώγραφα που δίνουν στον κάτοχο το δικαίωμα να αγοράσει ή να πουλήσει έναν καθορισμένο αριθμό μετοχών, σε μια καθορισμένη τιμή για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τυπικά ένα δικαίωμα ισούται με 100 μετοχές.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΤΥΠΟΥ
Ένα συμβόλαιο δικαιώματος που μπορεί να εξασκηθεί μόνο την ημερομηνία λήξης.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΩΛΗΣΗΣ
Ένα συμβόλαιο δικαιώματος που παρέχει στον κάτοχο του δικαιώματος το δικαίωμα να πουλήσει, και υποχρεώνει τον εκδότη να αγοράσει, έναν καθορισμένο αριθμό τεμαχίων της υποκείμενης μετοχής στη δεδομένη τιμή εξάσκησης, πριν, ή στην ημερομηνία λήξης του συμβολαίου.